- μυρσινᾶτον
- μυρσῐν-ᾶτον ἔλαιον, oilA flavoured with myrtle-juice, Aët.1.120, Alex. Trall.8.1: μυρσινᾶτον, τό, name of a plaster, Aët.15.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρσινᾶτον — flavoured with myrtle juice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσινάτος — μυρσινάτος, ον (Α) [μύρσινος] 1. αυτός που περιέχει μυρσίνη ή που είναι φτειαγμένος από μυρσίνη 2. φρ. α) «μυρσινᾱτον ἔλαιον» έλαιο αρωματισμένο με χυμό μυρσίνης β) «μυρσινάτος οἶνος» μυρσινίτης, κατασκευασμένος από μυρσίνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
μυρσινάτου — μυρσινά̱του , μυρσινᾶτον flavoured with myrtle juice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)